- παραγαύδης
- ὁ, Αείδος ενδύματος με πορφυρή παρυφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από την Ιρανική, πιθ. από αρχαία περσική λ. (πρβλ. και λατ. paragauda / paragaudis].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγαύδης — garment with purple border masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγαύδιον — και παραγαύδιν, τὸ, Α [παραγαύδης] υποκορ. τού παραγαύδης … Dictionary of Greek
παρακαυδωτός — ή, όν, ουδ. και παρακαυτωδόν, Α 1. (για φόρεμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («μαφόρια γυναικεία παρακαυδωτά», πάπ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακαυδωτόν ή τὸ παρακαυτωδόν ο παραγαύδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα: παραγαύδης, παραγαύδιον] … Dictionary of Greek
παραγαύδας — παραγαύδᾱς , παραγαύδης garment with purple border masc acc pl παραγαύδᾱς , παραγαύδης garment with purple border masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγάδι — Πολυάγκιστρο αλιευτικό εργαλείο. Αποτελείται από ένα μακρύ νήμα, βαμβακερό ή συνθετικό, στο οποίο κατά διαστήματα κρεμιούνται δευτερεύοντα νήματα μικρού μήκους με ένα αγκίστρι. Η απόσταση ανάμεσα στα δευτερεύοντα νήματα, το αγκίστρι, το δόλωμα… … Dictionary of Greek